παιδαγωγός

παιδαγωγός
Τίτλος διαφόρων ελληνικών περιοδικών. 1. Εκπαιδευτικό περιοδικό με έδρα την Αθήνα. Ιδρύθηκε το 1839 από τον Ηλία Χριστοφορίδη. 2. Μηνιαίο και μετά δεκαπενθήμερο περιοδικό με έδρα την Αθήνα. Ιδρύθηκε το 1921 με διευθυντή τον X. Κυριακάτο. Αποτελεί συνέχεια του περιοδικού Εκπαιδευτικός ερευνητής. 3. Παιδαγωγικό περιοδικό που ιδρύθηκε το 1886 στην Αθήνα.
* * *
-ο, η (ΑΜ παιδαγωγός, ὁ)
1. αυτός που φροντίζει για την αγωγή τών παιδιών, δάσκαλος
2. αυτός που ασκεί καθοδηγητική επίδραση στους άλλους, ιδίως στο σύνολο τής κοινωνίας («ὥστε ὁ νόμος παιδαγωγός ἡμῶν γέγονεν εἰς Χριστόν», ΚΔ)
3. (στην αρχαιότητα) ηλικιωμένος δούλος στον οποίο οι ευγενείς Έλληνες και οι Ρωμαίοι ανέθεταν την επιτήρηση ιδίως τών γιων τους
νεοελλ.
επιστήμονας που ασχολείται ειδικά με την αγωγή και μόρφωση τών παιδιών, ο ειδικευμένος στην παιδαγωγική επιστήμη
αρχ.
1. (στην Αθήνα) αυτός που οδηγούσε τα παιδιά από το σπίτι στο σχολείο ή στο γυμναστήριο και τα επανέφερε στο σπίτι («οἰκέτης δὲ καὶ παιδαγωγὸς ἦν τῶν Θεμιστοκλέους παίδων», Ηρόδ.)
2. αρχηγός («παιδαγωγὸν τῆς τυραννίδος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + ἀγωγός (< ἄγω) πρβλ. δημ-αγωγός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παιδαγωγός — slave who went with a boy from home to school and back again masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδαγωγός, ο — η 1. αυτός που φροντίζει για την ανατροφή των παιδιών: Οι πρώτοι παιδαγωγοί στη Ρώμη ήταν ελληνικής καταγωγής. 2. ο ειδικός στην παιδαγωγική επιστήμονας: Αξιόλογος Έλληνας παιδαγωγός ήταν ο Δελμούζος. 3. μτφ., γενικά αυτός που δίνει τα φώτα, που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Педагог — (Παιδαγωγός) раб, уходу которого в афинских семействах поручались мальчики с шестилетнего возраста. На обязанности П. лежала охрана воспитанника от физических и нравственных опасностей, а до поступления мальчика в школу и элементарное обучение… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ПЕДАГОГИЯ —    • Παιδαγωγός,          см. Educatio, Воспитание, 5 …   Реальный словарь классических древностей

  • Σωτηρίου, Κώστας — Παιδαγωγός. (Μαρκόπουλο Αττικής 1889 Αθήνα 1965). Σπούδασε αρχικά στο Διδασκαλείο στην Αθήνα και έπειτα παιδαγωγικά στην Ευρώπη. Από το 1923 ως το 1926 υπηρέτησε ως διευθυντής δημοτικής εκπαίδευσης στο υπουργείο Παιδείας, έπειτα ως διευθυντής στο …   Dictionary of Greek

  • παιδαγωγοί — παιδαγωγός slave who went with a boy from home to school and back again masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδαγωγούς — παιδαγωγός slave who went with a boy from home to school and back again masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδαγωγέ — παιδαγωγός slave who went with a boy from home to school and back again masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδαγωγῷ — παιδαγωγός slave who went with a boy from home to school and back again masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδαγωγόν — παιδαγωγός slave who went with a boy from home to school and back again masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”